ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ

Του ΖΗΣΗ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 Η έννοια της «ξενοφοβίας» είναι κατά κάποιον τρόπο παραπλανητική, καθώς υποδηλώνει την απόρριψη κάθε «ξένου», ενώ στην ουσία τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το φαινόμενο της ξενοφοβίας, όπως αυτό εκδηλώνεται σήμερα στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν αφορά γενικά και αόριστα τους ξένους, αλλά τους μετανάστες και πιο συγκεκριμένα τους οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες που προέρχονται κυρίως από τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Οι Αμερικανοί, ως παράδειγμα, που ζουν στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες είναι επίσης ξένοι, κανείς ωστόσο δεν διανοήθηκε να τους αντιμετωπίσει εχθρικά ή να τους απορρίψει για φυλετικούς ή/και πολιτισμικούς λόγους, εκτός βέβαια και αν ανήκουν στην κατηγορία των Μαύρων… Είναι, λοιπόν, «ηλίου φαεινότερον» ότι η ξενοφοβία αφορά κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που θεωρούνται από τους ντόπιους υποδεέστεροι, καθώς οι εθνικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις και συνήθειες διαφέρουν από τις δικές τους. Τους χρεώνουν συχνά έλλειψη προσαρμοστικότητας, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, λόγω των ιδιαίτερα περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων τους, είναι εξαναγκασμένο εκ των πραγμάτων να ζει στο περιθώριο. Με λίγες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν άλλωστε και τον κανόνα, οι μετανάστες έχουν πολύ λίγες πιθανότητες κοινωνικής ανέλιξης. Καταλήγουν αναγκαστικά στην γκετοποίηση, καθώς για οικονομικούς κυρίως λόγους συγκεντρώνονται συνήθως στις υποβαθμισμένες περιοχές των βιομηχανικών κέντρων, όπου και ζουν απομονωμένοι από την κοινωνία των ντόπιων. Θέλοντας να αντισταθμίσουν την κοινωνική και πολιτιστική τους απομόνωση, αλλά και να ενισχύσουν τους εθνικούς δεσμούς μεταξύ τους, οι μετανάστες αναπτύσσουν συχνά τη συνείδηση της ξεχωριστής κοινωνικής ομάδας, καλλιεργούν με ιδιαίτερο ζήλο τα δικά τους ήθη και έθιμα, γεγονός που τους εμποδίζει να ενσωματωθούν κοινωνικά. Τροφοδοτούν έτσι, με τον τρόπο αυτό, άθελά τους τις προκαταλήψεις των ντόπιων, οι οποίες με τον καιρό και λόγω της έλλειψης ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας, εξελίσσονται σε απροκάλυπτη εχθρότητα και ρατσιστική βία εναντίον των ξένων.

Η ξενοφοβία στο βαθμό που μαζικοποιείται, λειτουργεί αναπόδραστα ως προθάλαμος του ρατσισμού. Αναφέρεται συχνά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας καθώς και από τους διάφορους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς ότι τα αίτια της ξενοφοβίας είναι κυρίως οικονομικά. Είναι αλήθεια πως η οικονομική κρίση, και πιο συγκεκριμένα η ανεργία που πλήττει τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι μόνον αυτές, έπαιξε και συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ξενοφοβίας, δεν αποτελεί ωστόσο τη μοναδική αιτία. Υπάρχουν και άλλοι εξίσου σημαντικοί, αν όχι σημαντικότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της ξενοφοβίας. Αποφασιστικής σημασίας, σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια κλίματος ξενοφοβίας και εχθρότητας, είναι ο τρόπος με τον οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει στο θεσμικό επίπεδο την παρουσία των ξένων, των μεταναστών. Η εμμονή, π.χ., των γερμανικών αρχών στην άποψη ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών και η μη εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης, είχαν αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτική γκετοποίηση ορισμένων εθνικών μειονοτήτων που ζουν στη χώρα, όπως οι Ασιάτες, οι Αφρικανοί και γενικά οι άνθρωποι που προέρχονται από τις φτωχές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.

Φαινόμενα ξενοφοβίας εμφανίζονται, επίσης, σε εποχές γενικευμένης κοινωνικής κρίσης. Τότε, η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης. Οι ντόπιοι προσδίδουν στα μειονοτικά άτομα ιδιότητες που μπορεί να είναι πραγματικές ή και φανταστικές, τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό τους από το κοινωνικό σύνολο. Με άλλα λόγια, δεν είναι η παρουσία των «ξένων» που προκαλεί τις ξενόφοβες συμπεριφορές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η παρουσία τους σε μια συγκεκριμένη χώρα, καθώς και οι συνήθειές τους βιώνονται από τους ντόπιους. Με την έννοια αυτή η ξενοφοβία αποτελεί συνάρτηση των κατασκευών τού «Εμείς» και των «Αλλων», οι οποίες και προσδιορίζουν σε τελευταία ανάλυση τον τρόπο με τον οποίο το «Αλλο» βιώνεται ως ξένο και απορρίπτεται. Ως γνωστόν, κάτι που προκαλεί την αίσθηση του άγνωστου, του ξένου, αντιμετωπίζεται συνήθως ως οιονεί απειλή, γι’ αυτό και απορρίπτεται, καθότι προκαλεί ανασφάλεια και κατ’ επέκταση φόβο.

Οι «ξένοι» αντιμετωπίζονται από τους ντόπιους εργάτες ως ανταγωνιστές που απειλούν την κοινωνική τους ασφάλεια. Θύματα και οι ίδιοι του καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας, αντί να στραφούν ενάντια στους πραγματικούς υπαίτιους της κοινωνικής τους υποβάθμισης, ψάχνουν για «αποδιοπομπαίους τράγους», τους οποίους και «ανακαλύπτουν» τελικά στο πρόσωπο των μεταναστών. Ετσι, οι ξένοι πλανόδιοι μικροπωλητές στους δρόμους των πόλεών μας αντιμετωπίζονται συχνά ως πρόκληση και απειλή από τους ντόπιους μικροεπιχειρηματίες. Αν και τα εμπορεύματά τους δεν αποτελούν στην ουσία ανταγωνιστικά προϊόντα, θέτουν ωστόσο σε κίνδυνο το «συμβολικό έλεγχο» των ντόπιων στην αγορά. Ο έλεγχος της αγοράς είναι το προστατευτικό τείχος που εμποδίζει την υποβάθμιση του χώρου και συνακόλουθα τη συνολική υποβάθμιση του επαγγέλματός τους, γι’ αυτό και αντιδρούν επιθετικά, ζητώντας από την πολιτεία να «προστατεύσει» την ντόπια αγορά, π.χ., από την παρουσία των «ρωσοπόντιων», των Μαύρων και γενικά των ξένων.

Βέβαια, το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τους απλούς ανθρώπους του μόχθου. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ξενόφοβων στάσεων και συμπεριφορών διαδραματίζουν επίσης τα νέα μεσαία στρώματα, τα οποία αναπτύσσουν συχνά μια ιδιάζουσα μορφή εχθρότητας απέναντι στους «ξένους», ένα είδος «σωβινισμού των ευημερούντων», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί ο Γερμανίας διανοητής Γίργκεν Χάμπερμας, που υπαγορεύεται από την επιθυμία των χορτάτων να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, απορρίπτοντας κάθε σκέψη ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου.

Στο φαινόμενο της ξενοφοβίας συμφύρονται διάφοροι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ψυχολογικοί και άλλοι παράγοντες. Συχνά οι άνθρωποι, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, αναζητούν τρόπους για τη συγκρότηση συλλογικής ταυτότητας (εθνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής κ.λπ.) μέσα από διαδικασίες διαφοροποίησής τους από τους «Αλλους», τους «ξένους», τους «αλλόθρησκους».

Στη χώρα μας η ξενοφοβία αποτελεί σχετικά πρόσφατο φαινόμενο και οφείλεται κυρίως στην αθρόα προσέλευση οικονομικών και πολιτικών προσφύγων, καθώς βρέθηκε τελείως απροετοίμαστη να δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαπούς. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, περίπου, η ξενοφοβία ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα, αφού οι τροχιές των Ελλήνων εργαζομένων και των μεταναστών που ζούσαν στη χώρα σπάνια συναντιόνταν, μια και η ανεργία κυμαινόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και οι θέσεις εργασίας δεν αποτελούσαν ακόμη αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και ξένων. Οσο ο αριθμός των μεταναστών ήταν περιορισμένος η κοινωνική τους περιθωριοποίηση δεν ήταν τόσο εμφανής, όπως συμβαίνει σήμερα, γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε την παρουσία τους σχετικά αδιάφορα. Πράγματι, στη χώρα μας μέχρι πριν από λίγα χρόνια τόσο η έννοια της ξενοφοβίας όσο και αυτή του ρατσισμού ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν υπήρξαν στο παρελθόν φαινόμενα ξενοφοβίας στην Ελλάδα δεν οφείλεται βέβαια, όπως ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν, στην ιδιοσυστασία του Ελληνα, αλλά στην έλλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων. Οσο οι ξένοι επισκέπτονταν την Ελλάδα με την ιδιότητα του τουρίστα, προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις ευημερούσες χώρες της Δύσης, όχι μόνον ήταν ευπρόσδεκτοι αλλά και αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού, καθώς οι περισσότεροι Ελληνες ζούσαν ακόμη υπό συνθήκες φτώχειας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τους Ευρωπαίους «ανώτερους» (το γνωστό «πάω στην Ευρώπη») και ήθελαν να τους μιμηθούν. Η σχέση των Ελλήνων με τους ξένους άλλαξε άρδην με την άφιξη των μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, και κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Τελευταία, τα πράγματα φαίνεται να αντιστρέφονται, καθώς στη συνείδηση πολλών Ελλήνων το αίσθημα «κατωτερότητας» σε σχέση με τους Ευρωπαίους τείνει να αντικατασταθεί από το αίσθημα «ανωτερότητας» απέναντι στους μετανάστες.

Μέχρι στιγμής ο ρατσισμός δεν φαίνεται να απειλεί την ελληνική κοινωνία, καθότι στερείται ακόμη ιδεολογικής βάσης. Με εξαίρεση ίσως μεμονωμένα στελέχη του συντηρητικού χώρου με ακροδεξιές πολιτικές απόψεις, στη χώρα μας κανένα από τα κόμματα που συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο δεν επενδύει στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Ο κίνδυνος, ωστόσο, η ξενοφοβία, που παρατηρείται τελευταία σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα να μετεξελιχθεί στο εγγύς μέλλον σε ανοιχτή ρατσιστική συμπεριφορά με θύματα τους ξένους είναι πράγματι υπαρκτός, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα από την πολιτεία. Η αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας δεν αφορά μόνον τα θύματα. Το σύνδρομο της ξενοφοβίας, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, απειλεί μακροπρόθεσμα με ρήξη τον κοινωνικό ιστό της χώρας.

Η ξενοφοβία αποτελεί σήμερα γνωστό φαινόμενο σε όλες γενικά τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, μηδέ εξαιρουμένης και αυτής της ελβετικής κοινωνίας, που υποτίθεται ότι είναι υπόδειγμα συνύπαρξης διαφορετικών εθνοτήτων. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν εκδώσει κατά καιρούς ψηφίσματα, τονίζοντας την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ομως, το φαινόμενο της ξενοφοβίας θα εντείνεται ολοένα πιο πολύ όσο μένει άλυτο το πρόβλημα της ανεργίας, με τα εκατομμύρια των συνανθρώπων μας που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οπως δείχνουν τα πράγματα, η ιδέα του «Φρουρίου Ευρώπη», με τις ερμητικά κλεισμένες πύλες για τους φτωχούς και κατατρεγμένους του Τρίτου Κόσμου, φαίνεται πως κερδίζει έδαφος μεταξύ των ευημερούντων Ευρωπαίων. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο κυνισμός με τον οποίο οι «μάγοι» της παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της σύγχρονης φτώχειας, καθώς επιμένουν στον αποκλεισμό εκατομμυρίων ανθρώπων από το διεθνή καταμερισμό εργασίας, καταδικάζοντάς τους να ζουν υπό συνθήκες οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής εξαθλίωσης.

Η Ευρώπη δεν πρέπει να μετατραπεί σε Κιβωτό του Νώε για τους λίγους επίλεκτους της ευημερίας. Αντίθετα, οφείλει να σεβαστεί τις ίδιες της τις αστικοφιλελεύθερες παραδόσεις και να μετεξελιχθεί σε προπύργιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετατρέποντας τους δημοκρατικούς της θεσμούς σε απροσπέλαστο τείχος για όλους τους επίδοξους νεορατσιστές «σωτήρες» του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

This entry was posted in Ξενοφοβία, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, Ρατσισμός. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε